μανίτσα

μανίτσα
η мамочка;

μανίτσα μου — золотце моё, дорогая моя


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μανίτσα" в других словарях:

  • μανίτσα — η βλ. μαννίτσα …   Dictionary of Greek

  • έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε …   Dictionary of Greek

  • μαννίτσα — και μανίτσα και μανίτζα, η (Μ μαννίτσα) (με θωπευτική σημ.) μαννούλα, μητερούλα …   Dictionary of Greek

  • maniţă — maníţă s.f. (înv.) stofă din care se făceau anterie, rochii etc. Trimis de blaurb, 04.07.2006. Sursa: DAR  maníţă ( ţe), s.f. – Postav de lînă. ngr. μανίτσα manşon (Scriban). sec. XIX, înv. Trimis de blaurb, 27.10.2008. Sursa: DER …   Dicționar Român

  • έξω — και όξω επίρρ. τοπ. και πρόθ., εκτός (αντίθ. εντός, μέσα). 1. με την πρόθ. από + αιτ. (ή + επίρρ.) σημαίνει, α. όχι μέσα σε κάτι: Συναντήθηκαν έξω από το σπίτι μου. – Έξω από τα όρια. β. εξαίρεση (πλην, εξόν, χώρια, ξέχωρα, εκτός, παρεκτός): Έξω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»